- ζωοστάσιον
- ζωοστάσιον, τὸ (Μ)τόπος όπου μένουν τα ζώα, σταθμός ζώων, στάβλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + -στάσιον (-στατός < ίστημι), πρβλ. βου-στάσιον, χοιρο-στάσιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζῳοστάσιον — stall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοστασίου — ζῳοστάσιον stall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοστάσια — ζῳοστάσιον stall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek